- συνοίκιον
- και αττ. τ. ξυνοίκιον, τό, Α [συνοικος]1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια(στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα τού μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ' άλλους, τη 16η τού Εκατομβαιώνος, σε ανάμνηση τής συνένωσης όλων τών πόλεων τής Αττικής και τής υπαγωγής τους στη διοίκηση τής Αθήνας που έγινε από τον Θησέα («ξυνοίκια ἐξ ἐκείνου Ἀθηναῑοι ἔτι καὶ νῡν τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ ποιοῡσιν», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.